- ἐλαφρόγειος
- ἐλαφρό-γειος, ον, ([etym.] γῆ)A of light soil, Gp.3.3.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ελαφρόγειος — ἐλαφρόγειος, ον (Μ) (για περιοχή) με λίγο χώμα, με λεπτό στρώμα χώματος, λεπτόγεως … Dictionary of Greek
ἐλαφρόγειον — ἐλαφρόγειος of light soil masc/fem acc sg ἐλαφρόγειος of light soil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek